- Κηρυκίδαι
- Κηρυκίδαι, οἱ (Α)(κατά τον Φώτ.) ονομασία ιερατικού γένους στην αρχαία Αθήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρυξ + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -αι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek